Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κακή , η


Ερμηνεία:

 (κακός, -ή, -ό) [ο μη αρεστός, ο απαράδεκτος, , ο ανήθικος, , ο καταστροφικός, , ο ζημιογόνος, ο βλαβερός] 



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) κακός, ή, -ό < κακίζω, Καινή Διαθήκη: 50 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας. [Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: